- παναρμόνιοι
- παναρμόνιοςembracing all modesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναρμόνιος — α, ο (ΑΜ παναρμόνιος, ον) 1. αυτός που περιλαμβάνει όλους τους μουσικούς τρόπους και όλες τις μουσικές κλίμακες, τελείως αρμονικός, αρμονικότατος, γεμάτος αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. το παναρμόνιο(ν) μουσικό όργανο με το οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek